Κορνάρο — (Cornaro). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Βενετίας. 1. Αντρέα (Andrea, Βενετία 1479 – Κύπρος 1473). Δούκας της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της διοίκησής του εκδηλώθηκε η έβδομη επανάσταση των Κρητικών εναντίον της Βενετίας, με αρχηγό τον Λέοντα… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Λευκωσία — (αγγλ. Nicosia). Πόλη (205.633 κάτ. το 2001) της Κύπρου, πρωτεύουσα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ομώνυμης επαρχίας (2.727 τ. χλμ., 273.129κάτ.). Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της κεντρικής περιοχής του νησιού, σε υψόμετρο 150 μ., πάνω στον… … Dictionary of Greek
Λουζινιάν — (Lusignan). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ευγενών, που στην πλειοψηφία τους διετέλεσαν κόμητες της Μαρς και της Ανγκουλέμ, ενώ ένας κλάδος της αποτέλεσε βασιλική δυναστεία της Κύπρου (1192 1474), κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας του νησιού·… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ταχυδρομικό Κύπρου — Άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το 1981 και στεγάζεται στη Λευκωσία (Αγίου Σάββα 3Β). Σκοπός του είναι να γνωρίσει στον επισκέπτη τον κόσμο του κυπριακού γραμματοσήμου και το έργο των ταχυδρομικών υπηρεσιών τα τελευταία εκατόν είκοσι χρόνια. Στον … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek